- φυλαχτής
- ο, Ν1. αυτός που διαφυλάσσει, που τηρεί κάτι2. φρουρός, σκοπός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυλαχτής — ο 1. αυτός που διαφυλάγει, που διατηρεί κάτι. 2. ο φύλακας, ο φρουρός, ο σκοπός, ο βαρδιάτορας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)